ὠμοφάγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμόφαγος — ον Α (κυρίως σε θυσίες προς τιμήν τού Βάκχου) αυτός που τρώγεται ή αυτός που φαγώθηκε ωμός («δαῑτες ὠμόφαγοι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + φαγος*. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
ωμοφάγος — α, ο 1. αυτός που τρώει ωμές τροφές και μάλιστα ωμό κρέας. 2. (ζωολ.), το ουδ. πληθ. ως ουσ., ωμοφάγα τα σαρκοφάγα ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠμοφάγοις — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut dat pl ὠμοφάγος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφάγοισι — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὠμοφάγος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφάγοισιν — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὠμοφάγος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφάγον — ὠμοφάγος masc/fem acc sg ὠμοφάγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφάγου — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut gen sg ὠμοφάγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφάγους — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem acc pl ὠμοφάγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφάγων — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut gen pl ὠμοφάγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)