ωμοφάγος

ωμοφάγος
-α, -ο / ὠμοφάγος,-ον, ΝΑ
αυτός που τρώει ωμές τροφές και, ιδίως, ωμό κρέας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωμοφάγα
τα σαρκοφάγα ζώα
αρχ.
φρ. «ὠμοφάγος χάρις» — η χαρά που προκαλείται από τη βρώση ωμού κρέατος (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φάγος*. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὠμοφάγος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμόφαγος — ον Α (κυρίως σε θυσίες προς τιμήν τού Βάκχου) αυτός που τρώγεται ή αυτός που φαγώθηκε ωμός («δαῑτες ὠμόφαγοι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + φαγος*. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ωμοφάγος — α, ο 1. αυτός που τρώει ωμές τροφές και μάλιστα ωμό κρέας. 2. (ζωολ.), το ουδ. πληθ. ως ουσ., ωμοφάγα τα σαρκοφάγα ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠμοφάγοις — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut dat pl ὠμοφάγος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοφάγοισι — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὠμοφάγος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοφάγοισιν — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὠμοφάγος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοφάγον — ὠμοφάγος masc/fem acc sg ὠμοφάγος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοφάγου — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut gen sg ὠμοφάγος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοφάγους — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem acc pl ὠμοφάγος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοφάγων — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut gen pl ὠμοφάγος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”